πολυπλάνητος — πολυπλάνητος, η, ο και πολυπλανεμένος, η, ο αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, που ταξίδεψε σε πολλά μέρη, που έπαθε πολλά: Πολυπλάνητος ταξιδευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυπλάνητος — of wandering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλάνητον — πολυπλάνητος of wandering masc/fem acc sg πολυπλάνητος of wandering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλανήτου — πολυπλάνητος of wandering masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλανήτους — πολυπλάνητος of wandering masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλάνητοι — πολυπλάνητος of wandering masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυπλανής — ές, Α 1. ο πολυπλάνητος, αυτός που πλανιέται άθελα του σε πολλά μέρη («ὁ δ ἐμός ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς πόσις ὀλόμενος οἴχεται», Ευρ.) 2. ο διαρκώς κινούμενος, ασταθής («πεζὸν και ἔνυδρον καὶ πολυπλανὲς καὶ ἀπλανές», Πλάτ.) 3. (για φυτό) αυτός που… … Dictionary of Greek
πολύπλαγκτος — ον, Α 1. αυτός που πλανιέται παντού, που τόν φέρνουν οι περιστάσεις σε πολλά μέρη, από δω κι από κει, πολυπλάνητος (α. «ληιστῆρσι πολυπλάγκτοισι», Ομ. Οδ. β. «πολύπλαγκτον ἀθλίαν oἰστροδόνητον», Αισχύλ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση 3 … Dictionary of Greek
πολύπλανος — ον, Α πολυπλάνητος, πολυπλανεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. δύσ πλανος] … Dictionary of Greek